-
1 таможенный
επ., τελωνειακός, του τελωνείου•таможенный склад αποθήκη τελωνείου•
таможенный осмотр η τελωνειακή εξέταση (έρευνα)•
-ая пошлина ο τελωνειακός δασμός.
-
2 склад
(помещение) η αποθήκηразрешение таможни на выдачу груза со - а τελωνειακή έγκριση/άδεια για παράδοση του φορτίου από την -грузовой - των φορτίων/εμπορευμάτων- пиломатериалов - ξυλείας, η ξυλαποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склад